ρηγματικός

ρηγματικός
-ή, -ό, Ν [ρήγμα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήγμα
2. φρ. «ρηγματική ζώνη»
(γεωλ.-ωκεαν.) επιμήκης στεγνή και ορεινή υποθαλάσσια διάταξη που διαχωρίζει, γενικά, τις ράχες τού ωκεάνιου πυθμένα οι οποίες διαφέρουν σε βάθος μεγαλύτερο από 1,5 χιλιόμετρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”